Έλληνες της Γεωργίας


ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ

Μία από τις σημαντικές ομάδες της ελληνικής διασποράς βρισκόταν εγκατεστημένη στη Γεωργία. Κατά την απογραφή του 1989, στη Γεωργία ζούσαν, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, 100.052 Έλληνες. O αριθμός αυτός αναφέρεται στην αναγνωρισμένη ελληνική μειονότητα. H εκτίμηση των ερευνητών είναι ότι το πραγματικό μέγεθος της κοινότητας ήταν αρκετά υψηλότερο, δεδομένου ότι πολλοί Έλληνες για να αποφύγουν την αρνητική μεταχείριση κατά τη σοβιετική περίοδο δήλωναν άλλη εθνικότητα. O κύριος όγκος τους ζούσε στην Κεντρική Γεωργία. Σημαντικές εστίες των Ελλήνων υπήρξαν η περιοχή της Αμπχαζίας, γύρω από το Σοχούμι, και της Ατζαρίας, γύρω από το Βατούμι καθώς και η ορεινή Τσάλκα με τα 25 χωριά της με τους περίπου 30.000 Έλληνες.
Η ομογένεια στη Γεωργία σήμερα εκτιμάται ότι αριθμεί περίπου 10-15.000 άτομα. Ο αριθμός έχει ελαττωθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια λόγω του επαναπατρισμού πολλών Ελλήνων, αλλά και λόγω μετανάστευσης στη Ρωσία. Οι ομογενείς είναι οργανωμένοι σε Ομοσπονδία σωματείων, στο πλαίσιο της οποίας λειτουργεί πολιτιστικό κέντρο στην Τιφλίδα.

Η σημαντικότερη ελληνική πολιτιστική δραστηριότητα στη Γεωργία είναι το πρόγραμμα διδασκαλίας της Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Τιφλίδας και σε διάφορα σχολεία που χρηματοδοτείται από το Ελληνικό κράτος με συνεργασία της Γεωργίας. 

Ο κυριότερος πολιτιστικός οργανισμός είναι το Ινστιτούτο Κλασικών, Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Τιφλίδας.
Ιστορική Αναδρομή
Η σχέση των Ελλήνων και των Γεωργιανών ξεκινά από τη μυθική περίοδο της Ιστορίας. Ποιος δεν έχει ακούσει για το χρυσόμαλλο δέρας και τους Αργοναύτες! Για τον Αιήτη, τον βασιλιά των Κόλχων και την κόρη του τη Μήδεια που ακολούθησε τον Ιάσονα. Αρκετοί θεωρούν -παρ' ότι υπάρχουν σημαντικές αντιρρήσεις- ότι αυτοί είναι οι μακρινοί πρόγονοι των Γεωργιανών. Οι σχέσεις των Ελλήνων με τους Γεωργιανούς αναπτύχθηκαν πολύ και πέρα από τον μύθο. Κατά τα ιστορικά χρόνια οι Ελληνες μετέτρεψαν τη Μαύρη Θάλασσα σε ελληνική λίμνη με τις εβδομήντα και πλέον πόλεις τους. Στη γεωργιανική γη υπήρξαν ορισμένες σημαντικές πόλεις, όπως η Διοσκουριάς (το σύγχρονο Σοχούμι), η Φάσις (το Πότι) και ο Βαθύς Λιμήν (το Βατούμι). Ένα παλιό γεωργιανό κείμενο λέει ότι το 25 π.Χ. η γη δυτικά του ποταμού Ιγκούρα (Εγκρίσι), δηλαδή η τωρινή Αμπχάζια, ανήκε στους Έλληνες. Από την περιοχή της Γεωργίας περνούσε ο εμπορικός δρόμος Καυκάσου - Περσίας - Ινδιών.
Αργότερα, την εποχή του Χριστιανισμού, μια Ελληνίδα από την Καππαδοκία -η Αγία Νίνα- θα οδηγήσει τους Γεωργιανούς στον δρόμο της νέας θρησκείας. Οι σχέσεις των Γεωργιανών με τον ανατολικό ελληνισμό θα λάβουν ποικίλες μορφές. Μετά την Άλωση της Πόλης από τους δυτικούς σταυροφόρους, η Θαμάρ, βασίλισσα των Γεωργιανών, θα βοηθήσει τον ανιψιό της Αλέξιο Κομνηνό να ιδρύσει την ελληνική Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Το 1461 η ποντιακή Αυτοκρατορία θα υποταχθεί στους Οθωμανούς. Σύντομα οι Γεωργιανοί θα έχουν την ίδια τύχη. H οθωμανική επέκταση περιέλαβε τις εκατονταετίες που ακολούθησαν όλη σχεδόν την περίμετρο της Μαύρης Θάλασσας. Οι περιοχές του Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας υπήρξαν για εκατοντάδες χρόνια πεδίο σύγκρουσης Χριστιανών και Μουσουλμάνων.
Από τον 19ο αιώνα θα σημειωθεί μετακίνηση Ελλήνων από τον Μικρασιατικό Πόντο προς τις Γεωργιανές περιοχές. Τότε, θα δημιουργηθεί η σύγχρονη ελληνική διασπορά, η οποία θα επηρεάσει πολύ τους λαούς της περιοχής. Όπως γράφει ο Γ. Σκαλιέρης στο σύγγραμμά του «H αυτοκρατορία της Τραπεζούντας»: «...Οι Έλληνες Πόντιοι εισήγαγαν τον πολιτισμό, επιδίδονταν στην καλλιέργεια της γης και στο εμπόριο, εξημέρωναν, δίδασκαν τέχνες κι επιστήμες, εξαιτίας του οποίου ονομάσθηκαν από τους Γεωργιανούς «Περζενεσβίλλι», δηλαδή οι γιοι των σοφών ανθρώπων. Μεταλλουργοί, αρχιτέκτονες, ιερείς, μοναχοί, λόγιοι, ιατροί συγκροτούν τις πρώτες πολυπληθείς ποντιακές ομάδες. Όλοι αυτοί στους οποίους αδιάκοπα προστίθενται και άλλοι, κατεργάζονται τον εκπολιτισμό της χώρας, τη γεωργική και εμπορική της ανάπτυξη. Έλληνας Πόντιος, ο Μιχαήλ Στεφάνου, ιδρύει το πρώτο τυπογραφείο στην Τιφλίδα της Γεωργίας και Έλληνες Πόντιοι μεταβάλλουν εκτάσεις χέρσες και έρημες σε πλουτοφόρες...».

Οι Έλληνες της Τσάλκας
Η μαζική μετανάστευση των Ελλήνων στον Καύκασο ξεκίνησε από τον 18ο έως τις αρχές του 20ου αιώνα, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυρίως από την περιοχή του Πόντου. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828-29, με την προέλαση του ρωσικού στρατού προς το Ερζερούμ και την Αργυρούπολη προκάλεσε ενθουσιασμό στον ελληνικό πληθυσμό. Ακολούθησε η συμφωνία ειρήνης με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης και η αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από την περιοχή, ανάγκασε ένα μεγάλο αριθμό των Ελλήνων να ακολουθήσει τον ρωσικό στρατό, φοβούμενος τα αντίποινα από την πλευρά των Οθωμανών. Η αυτοκρατορική κυβέρνηση και ειδικότερα ο τσάρος Νικόλαος Α΄ με απόφασή του, μετά από εισήγηση του στρατηγού Ιβάν Πασκέβιτς, τους εγκατέστησε στην περιοχή της Τσάλκας, όπου ίδρυσαν 27 αμιγή ελληνικά χωριά. Επί της Σοβιετικής Ένωσης αποτελούσαν αναγνωρισμένη ελληνική μειονότητα της Γεωργίας. Ίδρυσαν επίσης τρία χωριά στην περιοχή Γκομαρέτι.
Οι Έλληνες της Τσάλκας υιοθέτησαν την τούρκικη γλώσσα, διατήρησαν όμως την ορθόδοξη πίστη. Αναφέρονται κυρίως ως Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στο οροπέδιο Τριαλέτι ή αλλιώς ως Τουρκόφωνοι Έλληνες του Καυκάσου. Μερικοί Πόντιοι τους αποκαλούν Τσαλκαλίδες λόγω εγκατάστασης τους στη γεωργιανή πόλη της Τσάλκας, όπου κάποτε αποτελούσαν την μεγαλύτερη εθνική κοινότητα. Είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί που ακολουθούν το Ιουλιανό ημερολόγιο, το λεγόμενο παλαιό ημερολόγιο.
Σύμφωνα με τον Αντρέι Ποπόφ, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα εκατοντάδες οικογένειες τουρκόφωνων Ελλήνων Ορθόδοξων από Ερζερούμ, Γκιουμούσχανε και Αρτβίν μετανάστευσαν στη Νότια Ρωσία και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Τσάλκας, στη σημερινή Γεωργία. Κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εποχής κατοικούσαν σε πάνω από 20 χωριά της Τσάλκας και στις άλλες πόλεις όπως η Ντμανίσι, Τέτρι-Τσκάρο, Μαρνεούλι και της Αχαλτσίχε. Το 1926 υπήρχαν 24.000 Έλληνες που ζούσαν στην Τσάλκα από τους οποίους οι 20.000 ήταν Τουρκόφωνοι.



Η θέση των Ελλήνων της Γεωργίας
στα μέσα του 20ου αι.: Μια προσωπική μαρτυρία

«Ονομάζομαι Βλαδίμηρος Μυστακόπουλος. Γεννήθηκα το 1939 στην Αμπχαζία, στο χωριό Πάβλοφκα, 20 χιλιόμετρα από το Σοχούμι. Ήμουν το μοναδικό παιδί της οικογένειας. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος, διορισμένος στα περίχωρα στο Σοχούμι. Πέθανε τον Μάρτιο του 1953, τον ίδιο μήνα με τον Στάλιν. Το 1907, ο Στάλιν συντόνισε μια απεργία στο Σοχούμι, κυνηγήθηκε και κρύφτηκε για αρκετές μέρες σε σπίτια Ελλήνων. Η μητέρα μου, Πηνελόπη, ήταν μαθηματικός στο ρωσικό σχολείο. Όταν ήμουν τεσσάρων ετών, με πήρε και πήγαμε στο Βατούμι, στη σημερινή Γεωργία, όπου ζούσαν τα αδέρφια της. Ο πατέρας μου έμεινε πίσω. Στο Βατούμι, το 1920, ζούσαν 15.000 Έλληνες. Η πόλη χτίστηκε από ελληνικά χέρια.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η ζωή ήταν δύσκολη. Το 1949, με εντολή του Στάλιν και του Μπέρια, επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών, οι Έλληνες εκτοπίστηκαν στα βάθη της Ρωσίας, στις στέπες του Καζακστάν, στο Ουζμπεκιστάν και το Κιργιστάν. Μία εξήγηση ήταν ότι έπρεπε να κατοικηθούν οι αχανείς εκτάσεις της Σοβιετικής Ένωσης, στην οποία για κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο αντιστοιχούσαν μόλις δύο άτομα. Τους Έλληνες τους εκτόπισαν ως εχθρούς, αν και ποτέ δεν είχαν δημιουργήσει προβλήματα. Τους μετέφεραν με πλατφόρμες τρένου, από εκείνες που μετέφεραν ζώα. Ταξίδευαν δύο εβδομάδες, έναν μήνα.
Όλοι οι συγγενείς μου εκδιώχθηκαν, εκτός από εμένα και τη μητέρα μου. Αυτό συνέβη από συγκυρία. Το πατρικό της όνομα ήταν Ελευθεριάδη. Ο παππούς μου ήταν τεχνίτης χαλκού, έφτιαχνε καζάνια. Σε ένα ταξίδι στο Σοχούμι, το πλοίο που τον μετέφερε πήρε φωτιά, εκείνος έσωσε τη ζωή του, όμως όχι και τα χαρτιά του. Όταν πήγε να βγάλει διαβατήριο, δεν είχε κανένα αποδεικτικό έγγραφο. Τον ρώτησαν τι επάγγελμα έκανε και είπε καζάνια, έτσι τον έγραψαν ως Καζαντζίδη. Αντίθετα, η μητέρα μου κράτησε κανονικά το όνομα Ελευθεριάδη. Στον μεγάλο διωγμό, δεν υπήρχε σε καμιά λίστα. Περιμέναμε ως το πρωί να έρθουν να μας πάρουν, όμως δεν ήμασταν εγγεγραμμένοι. Καλύτερα βέβαια να μας είχαν εκτοπίσει και εμάς τότε. Μείναμε οι δυο μας και, επιπλέον, έπρεπε να στέλνουμε λεφτά στους εξόριστους για να μην πεθάνουν. Δύο φορές πήγαμε και τους είδαμε στο Καζακστάν.
Το 1946, γράφτηκα στο ρωσικό σχολείο στο Βατούμι. Μισά σχολεία ήταν ρωσικά, μισά γεωργιανά. Το ελληνικό σχολείο από όπου αποφοίτησε η μητέρα μου, είχε κλείσει το 1937. Οι περισσότεροι συμμαθητές μου ήταν Έλληνες, όμως μετά το 1949 μείναμε ελάχιστοι. Ελληνικά μιλούσαμε στο σπίτι με τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου, έμαθα να μιλάω, αλλά όχι να γράφω.
Τέλειωσα το σχολείο το 1957 και πέρασα στο Πανεπιστήμιο της Σταυρούπολης, στη σημερινή Νότια Ρωσία, κοντά στο Κράσνονταρ. Ο Γκορμπατσόφ ήταν από τη Σταυρούπολη, ήταν μεγαλύτερος από εμένα, αλλά τον έβλεπα όταν ερχόταν στις συνεδριάσεις της Κομσομόλ, της κομμουνιστικής οργάνωσης νεολαίας. Εγώ δεν πήγαινα τόσο συχνά στις συναντήσεις, προτιμούσα να παίζω μπάσκετ.
Ολοκλήρωσα τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο το 1962, έχοντας αποκτήσει πτυχίο Φυσικού και Μηχανικού Παραγωγής. Έπειτα κατατάχθηκα στον Σοβιετικό Στρατό. Με έστειλαν πολύ μακριά, στο Καρπάτι, κοντά στα σύνορα με την Ουγγαρία. Η θητεία ήταν τρία χρόνια, αλλά εγώ υπηρέτησα δύο, διότι είχα απολυτήριο Πανεπιστημίου. Ήταν πολύ δύσκολη περίοδος, βλέπαμε μόνο γη και ουρανό, αλλά ήταν καλό σχολείο για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός άνδρα».
Η Ελληνόφωνη Εκπαίδευση στη Γεωργία
Η σημαντικότερη ελληνική πολιτιστική δραστηριότητα στη Γεωργία είναι το πρόγραμμα διδασκαλίας της Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Τιφλίδας και σε διάφορα σχολεία που χρηματοδοτείται από το Ελληνικό κράτος με συνεργασία της Γεωργίας. 

Ο κυριότερος πολιτιστικός οργανισμός είναι το Ινστιτούτο Κλασικών, Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Τιφλίδας, που τον Ιούνιο του 2012 οργάνωσε μεγάλο συνέδριο για τον Ελληνικό πολιτισμό και τις Ελληνογεωργιανές σχέσεις
.
Πάνω από 160 άτομα, ενήλικοι και παιδιά κάθε χρόνο παρακολουθούν τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας στο Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού «Οδυσσέας Δημητριάδης», που ίδρυσε πριν δέκα χρόνια στην Τιφλίδα η Μαντόνα Σαββίδη μαζί με φίλους της, οι οποίοι μοιράζονται το ίδιο όραμα.
«Στόχος μας ήταν και είναι η ανάπτυξη και διάδοση την ελληνικής παιδείας στην Γεωργία», λέει η κ. Σαββίδη και τονίζει ότι υποστηρίζει όλες τις ενώσεις ομογενών που υπάρχουν στη Γεωργία.
«Παρ΄ όλη την μαζική μετανάστευση στην Ελλάδα των Ελλήνων της Γεωργίας, στη χώρας μας, και ειδικά στην πρωτεύουσα Τιφλίδα, έμειναν αρκετοί ομογενείς οι οποίοι έχοντας ελληνική συνείδηση, θέλουν να αναπτύξουν το ελληνικό πνεύμα και να μάθουν πολύ καλά ελληνικά», προσθέτει.
Στο Κέντρο λειτουργεί Ελληνικό Σχολείο για ενήλικους και για τα παιδιά το Κυριακάτικο Σχολείο και το μουσικό – χορευτικό συγκρότημα «Η Νίκη».
«Σκοπός μας είναι να διατηρήσουμε τις παραδόσεις μας, τους χορούς και τα τραγούδια μας, να μάθουμε καλά ελληνικά και την ιστορία και τον πολιτισμό της Ελλάδας, δηλαδή τις αξίες εκείνες που ορίζουν την ελληνική εθνική μας συνείδηση», επισημάνει.
Το Πολιτιστικό Κέντρο συμμετέχει ενεργά σε διάφορες εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται από την Πρεσβεία της Ελλάδας στη Γεωργία, το Υπουργείο Πολιτισμού της Γεωργίας, τις δημοτικές αρχές της Τιφλίδας και άλλες εθνικές διασπορές που υπάρχουν στη Γεωργία. Για τα παιδιά ηλικίας 6-12 χρονών στο Κυριακάτικο Σχολείο, εκτός των μαθημάτων της νεοελληνικής γλώσσας και ελληνικών, ποντιακών χορών, πραγματοποιούνται μαθήματα ζωγραφικής, ενώ λειτουργεί παιδικό θέατρο.
«Εκτός από τους μεγάλους στόχους υπάρχουν και μικροί καθημερινοί στόχοι. Θέλουμε να αποκτήσουμε δορυφορική κεραία για να βλέπουμε ελληνικά τηλεοπτικά προγράμματα, να αποκτήσουμε κομπιούτερ, ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, βιντεοκάμερα, να συνδεθούμε με το διαδίκτυο. Ίσως σε κάποια άλλη χώρα όλα αυτά κανείς μπορεί πολύ εύκολα να αποκτήσει, αλλά στη Γεωργία ακόμα υπάρχουν πολλά προβλήματα και εμείς περιμένουμε να μας βοηθήσει η Ελλάδα».





Comments

Popular posts from this blog